ὀξυ-πετής

ὀξυ-πετής

ὀξυ-πετής, ές, scharf, schnell fliegend, poet. bei Schol. Od. 3, 372.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… …   Dictionary of Greek

  • ισοπετής — ἰσοπετής, ές (Α) αυτός που πετά με την ίδια ταχύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πετής (< πετάννυμι), πρβλ. οξυ πετής, ταχυ πετής] …   Dictionary of Greek

  • οξυπετής — ὀξυπετής, ές (ΑΜ) αυτός που πετάει γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + πετής (< πέτομαι), πρβλ. υψι πετής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”