- ἀν-υπερ-οψία
ἀν-υπερ-οψία, ἡ, Nichthoffahrt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-υπερ-οψία, ἡ, Nichthoffahrt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λυκοψία — λυκοψία, ἡ (Α) το λυκόφως. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λύκη «χάραμα» + οψία (< ὄψις < ὄπωπα), πρβλ. αυτ οψία, υπερ οψία] … Dictionary of Greek