ἀν-υπό-στατος

ἀν-υπό-στατος

ἀν-υπό-στατος, 1) nicht aufzuhalten, unwiderstehlich, δύναμις Plat. Legg. III, 686 b; Isocr. 4, 71; Xen. φρόνημα Cyr. 5, 2, 33, wo der Ggstz ἐκπεπληγμένος φόβος. Auch Sp., ἀνυπόστατος ῥώμην Dion. Hal. 11. 27. – 2) ohne Subsistenz, nicht bestehend, Sp., vgl. Ath. III, 98 c; ohne sichere Grundlage, Pol. 1, 5; – ohne Niederschlag, rein, Medic.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευυπόστατος — εὐυπόστατος, ον (Α) αυτός που έχει καλή υπόσταση, καλή αντοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + υπο στατος (< υφίσταμαι), πρβλ. αν υπό στατος, ευ υπό στατος] …   Dictionary of Greek

  • θεοϋπόστατος — θεοϋπόστατος, ον (AM) αυτός που έχει θεία υπόσταση («θεοϋπόστατος ἡ Χριστοῡ σάρκωσις»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + υπό στατος (< υφ ίστημι), πρβλ. αν υπό στατος, τρισ υπό στατος] …   Dictionary of Greek

  • στατικός — ή, ό / στατικός, ή, όν, ΝΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στάση, που προκαλεί στάση, που προκαλεί ακινησία, σε αντιδιαστολή προς αυτόν που αναφέρεται στην κίνηση ή στη μεταβολή 2. το θηλ. ως ουσ. η στατική γένος αγγειόσπερμων δικότυλων… …   Dictionary of Greek

  • στατόλιθος — ο, Ν 1. βιολ. στερεός σχηματισμός στο εσωτερικό τής στατοκύστης ο οποίος προέρχεται είτε από κυτταρικό έκκριμα είτε από ενσωμάτωση ξένων σωματιδίων στον βλεννογόνο 2. βοτ. κάθε έγκλειστο στο κυτταρόπλασμα το οποίο κινείται υπό την επίδραση τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”