- ἀντ-ώπιος
ἀντ-ώπιος, = ἀντωπός, Ap. Rh. 4, 728; Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντ-ώπιος, = ἀντωπός, Ap. Rh. 4, 728; Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αντώπιος — ἀντώπιος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται απέναντι σε κάποιον, που ατενίζει κάποιον κατά πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι) * + ωπιος < ωπ (< ωψ, ωπός < *ωψ «όψη, μάτι, πρόσωπο», πρβλ. οψ, οπός) + ιος (πρβλ. ενώπιος, εξώπιος)] … Dictionary of Greek