ἀντί-λεκτος

ἀντί-λεκτος

ἀντί-λεκτος, bestritten, zweifelhaft, Thuc. 4, 92.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευαντίλεκτος — η, ο (για δοξασία ή λογικά επιχειρήματα κ.λπ.) αυτός που μπορεί να προταθεί εύλογα σε αντιλογία, αντίρρηση ή ανασκευή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αντι λεκτος (< αντι λέγω), πρβλ. αν αντίλεκτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”