ἀντί-ξοος

ἀντί-ξοος

ἀντί-ξοος, P. auch ἄντιξος, eigtl. entgegengehobelt, so daß es in einander paßt, δοῦρα ϑοοῖς ἀντίξοα γόμφοις AP. Rh. 2, 79; feindlich entgegengekehrt, zuwider, Her., im Ggstz von σύμμαχος, 4, 129; τινί, 6, 7 u. öfter; so Arist. Eth. 8, 1 u. Sp., die auch zusammengezogen ἀντίξους haben.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ξοός — ξοός, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ξυσμός, ὁλκός». [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ξο τού ξέω*. Η λ. εμφανίζεται συχνά και σε σύνθετα με προθέσεις (πρβλ. ἀμφί ξοος, ἀντί ξοος), επιρρήματα (πρβλ. εὔ ξοος) και, κυρίως, ουσιαστικά (οπότε το β συνθετικό …   Dictionary of Greek

  • αντίξοος — η, ο (Α ἀντίξοος, οον κ. ἀντίξους, ουν) ενάντιος, αντίθετος, εχθρικός νεοελλ. φρ. «αντίξοες περιστάσεις» δυσκολίες, αναποδιές αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀντίξοον η αντίθετη πλευρά 2. φρ. «δοῡρα ἀντίξοα» πελεκημένα κατά τέτοιο τρόπο ώστε να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”