ἀντί-μορος

ἀντί-μορος

ἀντί-μορος, gegentheilig, entsprechend, τινί, Inscr. 160, 2, v. Boeckh.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μείρομαι — (I) (ΑM μείρομαι) 1. (στον παθ. παρακμ. και υπερσ. ως απρόσ.) εἵμαρται, εἵμαρτο είναι πεπρωμένο, είναι (ήταν) ορισμένο από τη μοίρα («νῡν δὲ με λευγαλέῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι», Ομ. Ιλ.) 2. (το θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ἡ εἱμαρμένη η μοίρα,… …   Dictionary of Greek

  • Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από …   Dictionary of Greek

  • άμμορος — ἄμμορος, ον (Α) (ποιητικός τύπος αντί ἄμοιρος) 1. αυτός που δεν παίρνει μερίδιο από κάτι 2. αυτός που στερείται κάτι 3. δυστυχής, αξιολύπητος, κακομοίρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μόρος «πεπρωμένο, τύχη». ΠΑΡ. αρχ. ἀμμορία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”