- ἀντί-δουπος
ἀντί-δουπος, wiederhallend, Aesch. Pers. 120. 997. 1005.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντί-δουπος, wiederhallend, Aesch. Pers. 120. 997. 1005.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ωρεσίδουπος — ον, Α (ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία τού Βάκχου) αυτός που παράγει θόρυβο, ταραχή στα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. ποιητ. τ. αντί ὀρεσίδουπος < ὀρεσι (βλ. λ. όρος [II]) + δοῦπος «θόρυβος» (πρβλ. ἁρμασί δουπος)] … Dictionary of Greek