- ἀντί-δορος
ἀντί-δορος (δορά), wie mit einer Haut bekleidet, Zon. 3 (VI, 22) κάρυον χλωρῆς ἀντίδορον λεπίδος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντί-δορος (δορά), wie mit einer Haut bekleidet, Zon. 3 (VI, 22) κάρυον χλωρῆς ἀντίδορον λεπίδος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χειμώνας — ο / χειμών, ῶνος, ΝΜΑ 1. (αστρον. μετεωρ.) η ψυχρότερη εποχή τού έτους, η οποία ακολουθεί την εποχή τού φθινοπώρου και προηγείται τής εποχής τής άνοιξης 2. (κατ επέκτ.) πολύ ψυχρός, θυελλώδης καιρός, βαρυχειμωνιά 3. μτφ. τα γηρατειά αρχ. 1. μτφ.… … Dictionary of Greek