- περι-πόθητος
περι-πόθητος, sehr erwünscht, sehr ersehnt od. geliebt, Sp., wie Luc. Tim. 12; compar., App. B. C. 3, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-πόθητος, sehr erwünscht, sehr ersehnt od. geliebt, Sp., wie Luc. Tim. 12; compar., App. B. C. 3, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολυπόθητος — η, ο / πολυπόθητος, ον, ΝΜΑ πάρα πολύ ποθητός, αυτός που έχει λείψει πολύ σε κάποιον και θέλει να τόν ξαναδεί ή να τόν ξαναβρεί (α. «η πολυπόθητη μέρα τής Λευτεριάς» β. «νὰ μὴν ἰδῶ τὴν μητέρα μου τὴν πολυπόθητήν μου», Διήγ. Αχιλλ.) αρχ. αυτός που … Dictionary of Greek
περιπόθητος — η, ο / περιπόθητος, ον, ΝΜΑ ο πολύ ποθητός, πολυπόθητος, προσφιλέστατος («βλέπει τα περιπόθητα βουνά... τής γλυκεράς πατρίδας», Κάλβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ποθητός (< ποθῶ)] … Dictionary of Greek
περισπουδαίος — αία, ον, Μ πολύ επιθυμητός, περιπόθητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σπουδαῖος «ποθητός, αξιέραστος»] … Dictionary of Greek