- ἀντί-μαχος
ἀντί-μαχος (μάχη), widerstreitend, Ath. IV, 154 f; = ἀξιόμαχος, App. Hisp. 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντί-μαχος (μάχη), widerstreitend, Ath. IV, 154 f; = ἀξιόμαχος, App. Hisp. 9.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Σκοροδομάχοι — οἱ, Α (κωμική προσωνυμία ενός φανταστικού λαού) αυτοί που μάχονται με σκόρδα αντί για πέτρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόροδον + μάχος (< μάχομαι)] … Dictionary of Greek
όρνυμι — ὄρνυμι και ὀρνύω (Α) (επικ., ποιητ. τ.) 1. διεγείρω, εξεγείρω, ξεσηκώνω 2. παροτρύνω, προτρέπω κάποιον να κάνει κάτι 3. (σχετικά με ζώο) διώχνω 4. (σχετικά με άψυχα και φυσικά φαινόμενα) επιφέρω, ανακινώ («χαλεπήν ὄρσουσα θύελλαν», Ομ. Ιλ.) 5.… … Dictionary of Greek