- ἀντί-κτησις
ἀντί-κτησις, ἡ, Erwerb einer Sache anstatt einer andern, Plut. de frat. am. 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντί-κτησις, ἡ, Erwerb einer Sache anstatt einer andern, Plut. de frat. am. 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κτήσιος — Προσωνυμία του Δία ως προστάτη της ατομικής περιουσίας. Ο Κ. Δίας λατρευόταν σε αρκετές περιοχές του ελλαδικού χώρου. Στην Αττική υπήρχε βωμός στον δήμο Φλύας και ένα λατρευτικό κέντρο στον Πειραιά. Ο Δημοσθένης αναφέρει ότι θυσίαζαν ένα λευκό… … Dictionary of Greek