- ἀντί-κριος
ἀντί-κριος, ὁ, der entgegengestellte Mauerbrecher, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντί-κριος, ὁ, der entgegengestellte Mauerbrecher, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρείος — κρεῑος, ὁ (Α) (αντί κριός) 1. είδος δίθυρου μαλακοστράκου 2. ποικιλία ρεβιθιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Δ. γρφ. τού κριός*] … Dictionary of Greek
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
στίλος — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ προηγούμενος τῆς ποίμνης κριὸς». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. αντί τού τ. κτίλος «κριάρι»] … Dictionary of Greek