ἀντί-γραφος

ἀντί-γραφος

ἀντί-γραφος, eine Abschrift enthaltend, στῆλαι Dem. Lpt. 36; 139 τὰ ἀντίγραφα τῆς στήλης.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζωογράφος — ο (Α ζωογράφος, ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. 1. ο ζωογράφος α) ο ζωγράφος ζώων, αυτός που ασχολείται με τη ζωογραφία, την απεικόνιση ζώων β) ο ζωολόγος που ασχολείται ειδικά με την περιγραφή τών ζώων, με τη ζωογραφία (2) αρχ. μτγν. τ. αντί… …   Dictionary of Greek

  • καινόγραφος — καινόγραφος, ον (Α) πιθ. γρφ. αντί καινογραφής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + γραφος (< γράφω), πρβλ. ά γραφος, νεό γραφος] …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • ιδεογραφία — Η έκφραση πράξεων και ιδεών με σύμβολα, που βοηθούν στη μετάδοσή τους. Αποτελεί συνέχεια της παραστατικής γραφής και εκφράζει μια ολόκληρη ιδέα, αντί vα αποδίδει έναν φθόγγο ή ένα γράμμα, όπως η σύγχρονη γραφή. Από αυτήν προήλθαν τα ιερογλυφικά.… …   Dictionary of Greek

  • καρδιοπνευμογράφος — ο ιατρ. όργανο με το οποίο καταγράφονται οι καμπύλες τών αναπνευστικών κινήσεων και τών συστολών τής καρδιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί καρδιοπνευμονογράφος, αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cardiopneumographe < cardio (πρβλ. καρδι[ο] *) + pneumo (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • σατυρογράφος — (I) ον, Α αυτός που γράφει σατυρικά δράματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σάτυρος + γράφος*]. (II) ο, η, Ν εσφαλμένη γραφή αντί σατιρογράφος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”