- προ-ποτίζω
προ-ποτίζω, vorher einen Trank darreichen, bes. vom Arzte, sp. Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-ποτίζω, vorher einen Trank darreichen, bes. vom Arzte, sp. Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προπεποτισμένον — πρό ποτίζω give to drink perf part mp masc acc sg πρό ποτίζω give to drink perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεπότιζον — πρό ποτίζω give to drink imperf ind act 3rd pl προεπότιζον , πρό ποτίζω give to drink imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
υδρεύω — ὑδρεύω, ΝΜΑ (κυρίως μεσ.) υδρεύομαι προμηθεύομαι νερό για τις ανάγκες μου, εφοδιάζομαι με νερό αρχ. ενεργ. 1. αντλώ ή κουβαλώ, μεταφέρω νερό («κούρῃ δὲ ξύμβλητο πρὸ ἄστεος ὑδρευούσῇ», Ομ. Οδ.) 2. αρδεύω, ποτίζω («δεῑ δ ὑδρεύειν εὖ μάλα κατὰ τῆς… … Dictionary of Greek