- ἀντί-φορτος
ἀντί-φορτος, ὁ, Gegenfracht, Argum. Ar. Acharn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντί-φορτος, ὁ, Gegenfracht, Argum. Ar. Acharn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατάφορτος — η, ο (Α κατάφορτος, ον) φορτωμένος βαριά, παραφορτωμένος, καταφορτωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φορτος (< φόρτος «φορτίο»), πρβλ. αντί φορτος, έμ φορτος] … Dictionary of Greek
υπέρφορτος — η, ο / ὑπέρφορτος, ον, ΝΜ υπερφορτωμένος, κατάφορτος, παραφορτωμένος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπέρφορτον φορτίο υπέρμετρο, βαρύτερο από το κανονικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + φόρτος (πρβλ. αντί φορτος, κατά φορτος)] … Dictionary of Greek