- ἀντί-φρων
ἀντί-φρων (φρήν), feindlich gesinnt, erst sehr Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντί-φρων (φρήν), feindlich gesinnt, erst sehr Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αεσίφρων — ἀεσίφρων ( ονος), ον (Α) (αντί τού ορθότ. ἀασίφρων) φρενοβλαβής, μωρός, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεσί (< ἀάω «βλάπτω») + φρων (φρένες) «ο βλαμμένος στο μυαλό, φρενοβλαβής» (πρβλ. βλαψί φρων, τερψίμ βροτος, μεμψί μοιρος κ. τ. ό, με ρηματικό α… … Dictionary of Greek
φθισίφρων — ονος, ὁ, ἡ, Α αυτός που φθείρει τον νου, που καταστρέφει τη σκέψη. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* (< φθίνω + φρων [< φρήν, φρενός]), πρβλ. κλεψί φρων. Ο τ. αντί τού αναμενόμενου *φθει σίφρων, σχηματισμένου από την απαθή βαθμίδα τού… … Dictionary of Greek
ευφρονώ — εὐφρονῶ, έω, μτγν. τ. αντί τού ορθού εὖ φρονῶ (Α) [εύφρων] 1. έχω καλή διάθεση, είμαι ευνοϊκά διατεθειμένος 2. (μτχ. ενεστ.) εὐφρονέων και θηλ. εὐφρονέουσα, επικ. τ. ἐϋφρονέων (ορθτ. εὖ ή ἐΰ φρονέων) αυτός που κάνει κάτι με ευμένεια ή με φρόνηση… … Dictionary of Greek
τέρπω — ΝΜΑ παρέχω τέρψη, δίνω ευχαρίστηση, προξενώ ηδονή, χαροποιώ, ευαρεστώ, διασκεδάζω (α. «τόν τέρπει να παίζει με τα παιδιά του» β. «ἡ ἀγγελίη... ἔτερψε... [αὐτούς]», Ηρόδ. γ. «τί τ ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν τέρπειν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (στους επικ … Dictionary of Greek
φερεσσίπονος — ον, Α (ποιητ. τ.) φερέπονος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. αντί τού φερέπονος, κατά το τελεσσί φρων] … Dictionary of Greek