σίγμα — το, ΝΜΑ, και σῑγμα ΜΑ, και σῑμμα Α άκλ. το δέκατο όγδοο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου («κάμηλος κεχαραγμένος ἐπὶ τῷ δεξιῷ μηρῷ... σίγμα», πάπ.) νεοελλ. 1. βιολ. α) υπομονάδα τής βακτηριακής πολυμερασης RNΑ, η οποία υπεισέρχεται στην αναγνώριση… … Dictionary of Greek
σφείς — Α (προσ. αντων. γ προσ. αρσ. και θηλ. πληθ.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. γεν. αττ. τ. σφῶν, επικ. και ιων. τ. σφέων, ποιητ. τ. σφείων 2. δοτ. σφίσι(ν) και σφισι(ν) και σφι(ν), και σφίν, σπαν. λακων. τ. φιν, αιολ. τ. ἄσφι, συρακ. τ. ψιν, αρκαδ. τ. σφεῑς 3.… … Dictionary of Greek
φθόγγος — ο, ΝΜΑ 1. η ανθρώπινη, κυρίως, φωνή, η οποία παράγεται από τα φωνητικά όργανα 2. το σχετικό γραφικό σύμβολο, γράμμα (α. «ο φθόγγος α» β. «ὦ παιδίον ἐν τῷ τελευταίῳ τῶν φθόγγων ὑπὸ βαρβαρισμοῡ πρὸς τὸ σίγμα ἐξενεχθῆναι καὶ εἰπεῑν ὦ παιδίος ἀντὶ… … Dictionary of Greek
παιδίος — παιδίος, ὁ (Α) βαρβαρισμός αντί παιδίον («ἔνιοι δὲ φασι, τὸν μὲν προφήτην ἑλληνιστὶ βουλόμενον προσειπεῑν [τὸν Ἀλέξανδρον] μετά τινος φιλοφροσύνης... είπεῑν, ὦ παιδίος, ἀντὶ τοῡ νῡ τῷ σῑγμα χρησάμενον», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
Ξ, ξ — (αρχαία ελληνικά ξει, ξι, ξυ). Το δέκατο τέταρτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από τα σημιτικά , , , , , , , που παρίσταναν το συριστικό φθογγο samech (πιθανή σημασία πάσσαλος, στύλος). Στα παλιότερα νοτιοελληνικά αλφάβητα… … Dictionary of Greek
υπερόνια — Στοιχειώδη σωμάτια τα οποία χαρακτηρίζονται από μια μάζα μεγαλύτερη από εκείνη του νουκλεονίου (πυρήνας) και από ένα μέσο χρόνο ζωής της τάξης μεγέθους μερικών δέκατων του δισεκατομμυριοστού του δευτερολέπτου (10 10 s) και επομένως μεγάλο σε… … Dictionary of Greek