- ἀντ-ίσχω
ἀντ-ίσχω, p. = αντέχω, z. B. ὄμμασι Soph. Phil. 830; Thuc. 1, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντ-ίσχω, p. = αντέχω, z. B. ὄμμασι Soph. Phil. 830; Thuc. 1, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αντέχω — (AM ἀντέχω, Α κ. ἀντίσχω) 1. έχω αντοχή, διατηρώ δυνάμεις 2. αντιστέκομαι, δεν υποχωρώ, βαστώ 3. διατηρώ τις ιδιότητες μου, διατηρούμαι 4. έχω την απαραίτητη στερεότητα 5. υπομένω, υποφέρω με καρτερία νεοελλ. 1. μπορώ να αντεπεξέλθω σε κάτι 2. φρ … Dictionary of Greek