- ἀντί-στομος
ἀντί-στομος (στόμα), mit entgegengesetztem Munde?
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντί-στομος (στόμα), mit entgegengesetztem Munde?
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονόστομος — η, ο (Α μονόστομος, ον) αυτός που έχει ένα μόνο στόμα ή ένα μόνο άνοιγμα, μία μόνο οπή νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μονόστομα ζωολ. γένος διγένεων τρηματωδών πλατυελμίνθων, τής οικογένειας τών μονοστομιδών, που είναι παράσιτα τών πτηνών αρχ … Dictionary of Greek