- ἀντί-στοιχος
ἀντί-στοιχος, in Reihen einander gegenübergestellt (wie bei Gramm. die Buchstaben τ u. ϑ, π u. φ, κ u. χ), paarweise, Arist. inc. an. 6, 4. 8, 6. Uebertr., entsprechend, gleich, Eur. Andr. 746 σκιᾷ ἀντ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντί-στοιχος, in Reihen einander gegenübergestellt (wie bei Gramm. die Buchstaben τ u. ϑ, π u. φ, κ u. χ), paarweise, Arist. inc. an. 6, 4. 8, 6. Uebertr., entsprechend, gleich, Eur. Andr. 746 σκιᾷ ἀντ.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αντίστοιχος — η, ο (Α ἀντίστοιχος, ον) νεοελλ. αυτός που συνδέεται προς άλλον με σχέση ισότητας, ομοιότητας ή αναλογίας αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται συμμετρικά τοποθετημένος απέναντι σε κάποιον 2. ίσος, όμοιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + στοιχος < στοίχος… … Dictionary of Greek
περίστοιχος — ον, Α αυτός που είναι τοποθετημένος κυκλικά και κατά σειρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στοῖχος «σειρά, γραμμή» (πρβλ. αντί στοιχος)] … Dictionary of Greek
Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… … Dictionary of Greek
ζυγό — το (Α ζυγόν) 1. ό,τι ζευγνύει, ό,τι συνδέει δύο σώματα 2. ο ζυγός άμαξας ή αρότρου, το ξύλο που προσαρμόζεται σταυροειδώς στον ρυμό τού αρότρου ή τής άμαξας, στο οποίο ζεύονται τα άλογα, τα βόδια ή άλλα υποζύγια 3. ναυτ. συν. στον πληθ. α) κάθε… … Dictionary of Greek