ἀντί-στροφος

ἀντί-στροφος

ἀντί-στροφος, 1) nach der entgegengesetzten Seite gewandt, entgegengekehrt, βᾶρις Aesch. Suppl. 859. – 2) einander entsprechend, ἡ μουσικὴ ἀντίστροφος τῆς γυμναστικῆς Plat. Rep. VII, 522 a; δικαιοσύνη ἀντ. τῇ ἰατρικῇ Gorg. 464 b. Dah. geradezu ähnlich, Plut.; τὸ ἀντίστροφον, Gegenstück. Bei Arist. Polit. 4, 51, wie ἀνάλογος, in bestimmter Gliederung einander ausschließlich entsprechend; vgl. de ort. anim. 3, 11 rhet. 1, 1. Bei Gramm., z. B. Dion. Hal. C. V. 19, ἡ ἀντίστροφος, die Gegenstrophe. – Adv. ἀντιστρόφως, auf entgegengesetzte Weise, Plat. Rep. VII, 539 d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εύστροφος — η, ο (ΑΜ εὔστροφος, ον Α και ἐΰστροφος, ον) 1. αυτός που στρέφεται ή κάμπτεται εύκολα, ο ευκίνητος, ο ταχύς («ναυσὶν εὐστρόφοις καὶ ταχείαις», Πλούτ.) 2. οξύνους, έξυπνος (α. «λόγος πρὸς τὰς ἀπαντήσεις εὔστροφος», Πλούτ. β. «εύστροφο πνεύμα») μσν …   Dictionary of Greek

  • στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”