- περι-πόδιος
περι-πόδιος, um den Fuß od. die Füße gehend, B. A. 354.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περι-πόδιος, um den Fuß od. die Füße gehend, B. A. 354.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προπόδιος — ον, Α αυτός που βρίσκεται μπροστά από τα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πούς, ποδός + επίθημα ιος (πρβλ. περι πόδιος)] … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek