- ἀντί-σποδος
ἀντί-σποδος, die Stelle der Asche vertretend, ἡ ἀντισπ. u. τὸ ἀντισπ., = τὸ ἀντισπόδιον, Diosc.; Plin. H. N. 34, 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντί-σποδος, die Stelle der Asche vertretend, ἡ ἀντισπ. u. τὸ ἀντισπ., = τὸ ἀντισπόδιον, Diosc.; Plin. H. N. 34, 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σποδός — ἡ, ΝΜΑ 1. μισοσβησμένη στάχτη, καφτή στάχτη από ξύλα ή ξυλάνθρακες, χόβολη («τὸν μοχλὸν ὑπὸ σποδοῡ ἤλασα πολλῆς», Ομ. Οδ.) 2. η στάχτη από καμμένο νεκρό (α. «διασκόρπισαν τη σποδό της στη θάλασσα» β. «ἀντὶ δὲ φωτῶν τεύχη καὶ σποδὸς εἰς ἑκάστου… … Dictionary of Greek
αντήνωρ — I (τέλη 6ου αι. π.Χ.). Αθηναίος γλύπτης. Πατέρας του ήταν ένας εξαίρετος ζωγράφος, ο Ευμάρης. Ο Α. ήταν αυτός που φιλοτέχνησε το σύμπλεγμα των Τυραννοκτόνων, το οποίο μετέφερε ο Ξέρξης στην Περσία, όταν τα στρατεύματά του λεηλάτησαν την Αθήνα… … Dictionary of Greek