- ἀντί-πῡγος
ἀντί-πῡγος (πυγή), mit zugekehrtem Hintern, Arist. H. A. 5, 2. 8, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντί-πῡγος (πυγή), mit zugekehrtem Hintern, Arist. H. A. 5, 2. 8, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατάπυγος — κατάπυγος, ον (Α) καταπύγων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πυγος (< πυγή «γλουτοί»), πρβλ. αντί πυγος, καλλί πυγος] … Dictionary of Greek
αντίπυγος — ἀντίπυγος, ον (Α) 1. αυτός που έχει τα οπίσθια στραμμένα προς τα οπίσθια άλλου 2. ο απέναντι, ο αντικρινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + πυγος < πυγή «οπίσθια» (πρβλ. καλλίπυγος, λευκόπυγος] … Dictionary of Greek