ἀντί-πορος

ἀντί-πορος

ἀντί-πορος, gegenüber, bes. jenseit des Meeres gelegen, Aesch. Pers. 67 Suppl. 539 Eur. I. A. 1493; allgemeiner, λόφος ἀντίπορος μαστῷ Xen. An. 4, 2, 18; vgl. Arr. An. 4, 27, 3, wo die Lesart der Handschriften ἀντίῤῥοπος richtig von Schneider geändert ist.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους …   Dictionary of Greek

  • οδοιπόρος — ο (Α ὁδοιπόρος) 1. αυτός που διανύει πεζός μια απόσταση, αυτός που κάνει οδοιπορία 2. παροιμ. φρ. «ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει λέγεται για να δηλώσει ότι η παράβαση τών κανόνων τής νηστείας στους ασθενείς και στους οδοιπόρους… …   Dictionary of Greek

  • χρυσόπορος — ον, Μ χρυσοποίκιλτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + πορος (< πόρος), πρβλ. ὑδρό πορος, αν δεν πρόκειται για δ. γρφ. αντί τού χρυσοφόρος] …   Dictionary of Greek

  • συναγωνισμός — Λέγεται και ανταγωνισμός. Στην οικονομία χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς. Λέγεται τέλειος σ. μια ιδανική κατάσταση της αγοράς, που χαρακτηρίζεται από τις εξής προϋποθέσεις: αν η προσφορά και η ζήτηση ενός εμπορεύματος γίνονται από πολλά… …   Dictionary of Greek

  • ηράκλειος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (610 641 μ.Χ.), η βασιλεία του οποίου αποτέλεσε σταθμό για τη βυζαντινή ιστορία. Τα μεγάλα προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο Η. ήταν εξωτερικά (η περσική απειλή από τα Α και η …   Dictionary of Greek

  • Byzas — Byzas, auch Byzantas (altgr. Βύζας, Βύζαντας), war ein sagenhafter dorischer Heerführer aus Megara (daher auch Byzas von Megara oder B. der Megarer, altgr. Βύζας ὁ Μεγαραῖος (ὁ Μεγαρεύς)) und Kolonist, dazu gilt er als (sagenhafter) Gründer der… …   Deutsch Wikipedia

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • πέρνημι — Α 1. (σχετικά με αιχμαλώτους ή εμπορεύματα) βγάζω από τη χώρα για να πουλήσω αλλού (α. «σέ γε... νηυσὶν λάβον ἠδ ἐπέρασσαν τοῡδ ἀνδρὸς πρὸς δώματα», Ομ. Ιλ. β. «τοῑς ξένοις τὰ χρήματα περνάντα σ εἶδον», Ευρ.) 2. πουλώ, εμπορεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο… …   Dictionary of Greek

  • χαλκός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cu· ανήκει στην πρώτη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 29, ατομικό βάρος 63,54, δύο σταθερά ισότοπα (Cu63 και Cu65) και 9 ραδιενεργά, από αριθμό μάζας 58 έως 68.… …   Dictionary of Greek

  • Λευκορωσία — Κράτος της βορειοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΑ και Α με τη Ρωσία, Ν με την Ουκρανία, Δ με την Πολωνία και ΒΔ με τη Λιθουανία και τη Λετονία.Η Λ., Mπελαρούς στη γλώσσα των κατοίκων της, είναι μια εύφορη, σχεδόν επίπεδη χώρα, λίγο μικρότερη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”