- ἀντλητήρ
ἀντλητήρ, ῆρος, ὁ, ein Schöpfgefäß, Poll. 10, 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντλητήρ, ῆρος, ὁ, ein Schöpfgefäß, Poll. 10, 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντλητήρ — one who drawswater masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντλητῆρας — ἀντλητήρ one who drawswater masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντλητῆρες — ἀντλητήρ one who drawswater masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντλητῆρος — ἀντλητήρ one who drawswater masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντλητήρων — ἀντλητήρ one who drawswater masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντλητήρας — ο (Α ἀντλητήρ) νεοελλ. αντλητική μηχανή αρχ. δοχείο, κάδος για λήψη νερού … Dictionary of Greek
παλίουρος — Γένος φυτών της οικογένειας των ραμνοειδών. Υπάρχουν 2 είδη, πολύκλαδος και ακανθώδες. Το πρώτο εμφανίζεται στην Ασία και το δεύτερο σε χώρες της Μεσογείου. Στην Ελλάδα ονομάζεται παλιούρα ή παλιούρι. Είναι ακανθώδης θάμνος. Μερικοί υποστηρίζουν… … Dictionary of Greek
σκάφαλος — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀντλητήρ». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαφ τού σκάπτω* + κατάλ. αλος, κατά το πάσσ αλος] … Dictionary of Greek