ἀντ-είρω

ἀντ-είρω

ἀντ-είρω, s. εἴρω), fut. ἀντερῶ, ich werde dagegen widersprechen, τινί, Plat. Rep. IX, 580 a; τάδ' άντερεῖς πρὸς αὐτόν Ar. Nub. 1062; absol., ἐκφοβεῖν τοὺς ἀντεροῦντας Thuc. 3, 42. öfter; οὐδὲν ἀντειρήσεται, es wird nichts dagegen gesagt werden, Soph. Tr. 1184, vgl. ἀντιλέγω, ἀντειπεῖν. – Med. dagegen fragen, ἀντείρετο Her. 1, 129; gew. aor. ἀντήρετο, Xen. Cyr. 2, 2, 22; Plut.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ρήμα — Μέρος του λόγου που στην παραδοσιακή γραμματική δηλώνει ενέργεια, πάθος ή κατάσταση. Στις γλώσσες όπου υπάρχει (σύμφωνα με τη διάκριση που έκανε ο Αριστοτέλης) καθορίζεται ως μέρος του λόγου, που έρχεται σε αντίθεση προς το όνομα και έχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”