ἀντι-λάζομαι

ἀντι-λάζομαι

ἀντι-λάζομαι, = ἀντιλαμβάνομαι, Eur. I. A. 1227; ἀντιλάζου Or. 446.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αντιλάζομαι — ἀντιλάζομαι κ. ζυμαι (Α) 1. πιάνω με το χέρι μου 2. λαμβάνω μέρος, συμμετέχω 3. ανταμείβομαι, πληρώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + λάζομαι «παίρνω»] …   Dictionary of Greek

  • λάζω — (I) λάζω (Α) (αχαϊκός τ. αντί λάζομαι) λαμβάνω, παίρνω, αρπάζω. (II) λάζω (Α) 1. χτυπώ με το πόδι, λακτίζω, κλοτσώ 2. (κατά τον Ησύχ.) «λάζειν ἐξυβρίζειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη λ. λάξαι (= λακτίσαι, κατά τον Ησύχ.) < θ. λαξ (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • ἀντιπαραλλάσῃ — ἀντί , παρά λάζομαι seize aor subj mp 2nd sg ἀντί , παρά λάζομαι seize fut ind mp 2nd sg ἀντί , παρά λάζω aor subj mid 2nd sg ἀντί , παρά λάζω aor subj act 3rd sg ἀντί , παρά λάζω fut ind mid 2nd sg ἀντιπαραλλά̱σῃ , ἀντί παραλανθάνω escape the… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντικαταλάσσονται — ἀντί , κατά λάζομαι seize fut ind mp 3rd pl (epic) ἀντί , κατά λάζω fut ind mid 3rd pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… …   Dictionary of Greek

  • ἀντικαταλαττόμενοι — ἀντικαταλασσόμενοι , ἀντί , κατά λάζομαι seize fut part mp masc nom/voc pl (epic) ἀντικαταλασσόμενοι , ἀντί , κατά λάζω fut part mid masc nom/voc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”