- ἀντι-θλίβω
ἀντι-θλίβω, dagegen drücken, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντι-θλίβω, dagegen drücken, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντιθλιβόμενον — ἀντιθλῑβόμενον , ἀντί θλίβω squeeze pres part mp masc acc sg ἀντιθλῑβόμενον , ἀντί θλίβω squeeze pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιθλιψοῦνται — ἀντιθλῑψοῦνται , ἀντί θλίβω squeeze fut ind mid 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιθλίβειν — ἀντιθλί̱βειν , ἀντί θλίβω squeeze pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιθλίβεν — ἀντιθλί̱βε̄ν , ἀντί θλίβω squeeze pres inf act (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιθλίβεται — ἀντιθλί̱βεται , ἀντί θλίβω squeeze pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιθλίβονται — ἀντιθλί̱βονται , ἀντί θλίβω squeeze pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάβω — Ι (μτβ.) 1. πυροδοτώ, βάζω φωτιά 2. διοχετεύω ρεύμα σε ηλεκτρική μηχανή ή λαμπτήρα 3. εξοργίζω, ερεθίζω 4. υποκινώ τις ορμές κάποιου, προκαλώ τις σαρκικές επιθυμίες του 5. προκαλώ σύγχυση, συμφορά 6. χτυπώ, χαστουκίζω «τού τήν άναψε στα μούτρα» 7 … Dictionary of Greek
ατειρής — ἀτειρής, ές (Α) 1. (για μέταλλα) ακατάλυτος, σκληρός 2. ισχυρογνώμων, άκαμπτος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀτειρές ισχυρογνωμοσύνη, σκληρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη άποψη, ατειρής πιθ. < (θ.) τερ του ρ. τείρω «θλίβω,… … Dictionary of Greek