- ἀντι-μέμφομαι
ἀντι-μέμφομαι, dagegen tadeln, praes., Her. 2, 133.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντι-μέμφομαι, dagegen tadeln, praes., Her. 2, 133.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ει — (I) εἰ (Α) Ι. 1. μόριο που χρησιμοποιείται ως επιφώνημα με προστακτική ή έγκλιση επιθυμίας για να δηλώσει προτροπή («εἰ δὲ σὺ μὲν ἄκουσον», Ιλ. Ι) 2. σε ευχές με ευκτική 3. συνήθως ακολουθείται από το γαρ («αἴ γὰρ δὴ οὕτως εἴη», Ιλ. Δ) 4. σε… … Dictionary of Greek