- ἀντι-δέομαι
ἀντι-δέομαι (s. δέομαι), dagegen bitten, τινός τι, Plat. Lach. 186 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντι-δέομαι (s. δέομαι), dagegen bitten, τινός τι, Plat. Lach. 186 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευχετώμαι — εὐχετῶμαι, άομαι, επικ. τ. αντί εὔχομαι (Α) (μόνο στον ενεστ. και πρτ.) 1. δέομαι, προσεύχομαι, παρακαλώ 2. καυχώμαι 3. κομπορρημονώ, μεγαλαυχώ, αλαζονεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ρηματ. τ. σε άω (ευχετώμαι) προϋποτίθεται από αντίστοιχους διεκτεταμένους… … Dictionary of Greek