ἀντι-δι-ορίζω

ἀντι-δι-ορίζω

ἀντι-δι-ορίζω, dagegen bestimmen, Galen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀντιδιωρισμένα — ἀντί , διά ὁρίζω divide perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀντιδιωρισμένᾱ , ἀντί , διά ὁρίζω divide perf part mp fem nom/voc/acc dual ἀντιδιωρισμένᾱ , ἀντί , διά ὁρίζω divide perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) ἀντί , διά ὡρίζω perf part… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιδιωρίσθη — ἀντί , διά ὁρίζω divide aor ind pass 3rd sg ἀντί , διά ὡρίζω aor ind pass 3rd sg ἀντί , διά ὡρίζω aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) ἀντί , διά ὠρίζω aor ind pass 3rd sg ἀντί , διά ὠρίζω aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιδιωρισμένη — ἀντί , διά ὁρίζω divide perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀντί , διά ὡρίζω perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀντί , διά ὠρίζω perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιδιώρισται — ἀντί , διά ὁρίζω divide perf ind mp 3rd sg ἀντί , διά ὡρίζω perf ind mp 3rd sg ἀντί , διά ὠρίζω perf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληρώνω — ΝΜ, πλερώνω Ν 1. καταβάλλω χρήματα σε αντάλλαγμα αγορασθέντος πράγματος ή παρασχεθείσας υπηρεσίας 2. εξοφλώ χρέος, αποδίδω τα οφειλόμενα νεοελλ. 1. μτφ. α) αποδίδω, ανταποδίδω, αμείβω β) ανταποδίδω τα ίσα, ανταποδίδω καλό αντί καλού και κακό αντί …   Dictionary of Greek

  • προσγράφω — ΝΜΑ 1. προσθέτω κατά την γραφή το γράμμα ιώτα (ι) κοντά σε φωνήεν αντί υπογεγραμμένης 2. (το θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) η προσγεγραμμένη το ι όταν τίθεται δίπλα σε φωνήεν αντί υπογεγραμμένης αρχ. 1. γράφω κάτι επί πλέον («ἄν τι προσγράψαι… …   Dictionary of Greek

  • ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… …   Dictionary of Greek

  • πόδι — Στον άνθρωπο, είναι το κατώτερο μέρος του κάτω άκρου το οποίο αποτελείται από ένα σκελετό 26 οστών, που ενώνονται μεταξύ τους με μια σειρά αρθρώσεων, από τις οποίες οι σπουδαιότερες από λειτουργική άποψη είναι η αστραγαλοπτερνική άρθρωση, μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”