- ἀντι-μαντεύομαι
ἀντι-μαντεύομαι, dagegen weissagen, Themist.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντι-μαντεύομαι, dagegen weissagen, Themist.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντεμαντευόμην — ἀντί μαντεύομαι divine imperf ind mp 1st sg ἀντί μαντεύω divine imperf ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)