- ἀντι-μελίζω
ἀντι-μελίζω, im Gesang oder Saitenspiel wetteifern, Τερψιχόρης μίτοις Agath. 10 (V, 222).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντι-μελίζω, im Gesang oder Saitenspiel wetteifern, Τερψιχόρης μίτοις Agath. 10 (V, 222).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντεμέλιζε — ἀντί μελίζω dismember imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… … Dictionary of Greek