- ἀντι-μετ-έρχομαι
ἀντι-μετ-έρχομαι (s. ἔρχομαι), dasselbe?
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντι-μετ-έρχομαι (s. ἔρχομαι), dasselbe?
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νέηλυς — ο, η (Α νέηλυς, ήλυδος) αυτός που ήλθε πρόσφατα ή για πρώτη φορά σε έναν τόπο, νεοφερμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)* + ηλυς (< θ. ελυθ μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας ελευθ τού ἐλεύθω «έρχομαι»), πρβλ. έπ ηλυς, μέτ ηλυς. Το η τού τ. (αντί ελυς)… … Dictionary of Greek