- ἀντι-δωρεά
ἀντι-δωρεά, ἡ, Gegengeschenk, Vergeltung, Arist. Eth. Nic. 4, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντι-δωρεά, ἡ, Gegengeschenk, Vergeltung, Arist. Eth. Nic. 4, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αντίφερνα — Δώρα του γαμπρού προς τη νύφη σε ανταπόδοση για την προίκα, αντιπροίκι(αντί + φερνής = αντί προίκας). Τα α. αναφέρονται στον Κώδικα του Ιουστινιανού και στις Νεαρές του ίδιου και του Λέοντα. Αποτελούσαν μορφή προγαμιαίας δωρεάς. Ανάλογη δωρεά… … Dictionary of Greek
Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Μακεδονικό — Το πρώτο μουσείο σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα λειτουργεί από το 1992 σ’ ένα περίπτερο της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης (Εγνατίας 154), που παραχωρήθηκε στο σωματείο Μακεδονικό Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης για να στεγάζει την πλούσια συλλογή του. Από… … Dictionary of Greek
προσφορά — Στην οικονομική γλώσσα σημαίνει μία ποσότητα αγαθών ή υπηρεσιών που βρίσκεται διαθέσιμη στην αγορά σε μια δεδομένη στιγμή και σε μια καθορισμένη τιμή. Ο σχετικός καθορισμός της τιμής είναι απαραίτητος, γιατί η π. οποιουδήποτε αγαθού τείνει… … Dictionary of Greek
ταγαρίζα — τὰ, Α προμήθειες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. αντί ενός αμάρτυρου *ταγαρίδια, υποκορ. τού ταγή «βασιλική δωρεά, σιτηρέσιο» ή, κατ άλλους, αντί τὰ γαρίζα (< *γαρίδιον, υποκορ. τού γάρος)] … Dictionary of Greek
Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον … Dictionary of Greek
δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… … Dictionary of Greek
παπισμός — Θεσμός της Καθολικής Εκκλησίας, που εκφράζει και βασίζεται στη διδασκαλία της Εκκλησίας αυτής, κατά την οποία ο επίσκοπος Ρώμης, ως διάδοχος του κορυφαίου των Αποστόλων, του Πέτρου, έχει το πρωτείο τιμής ανάμεσα στη χριστιανική ιεραρχία, και… … Dictionary of Greek
πορνεία — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η, κατόπιν χρηματικής αμοιβής, σεξουαλική επαφή ενός ατόμου με άλλο άτομο του ίδιου ή αντίθετου φύλου. Τα άτομα που ασκούν την π., σπάνια επιλέγουν τους «πελάτες» τους, οι οποίοι και αν δεν τους είναι εντελώς… … Dictionary of Greek
στάδιο — Χώρος οργανωμένος για τη διεξαγωγή αθλητικών αγώνων με την παρουσία θεατών. Ο όρος στάδιο προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά και σημαίνει την απόσταση των αγώνων δρόμου. Αργότερα, στην αρχαία πάντοτε Ελλάδα, σήμαινε μια μονάδα μέτρησης αποστάσεων… … Dictionary of Greek
στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek