- ἀντι-κήδομαι
ἀντι-κήδομαι, dasselbe, Poll.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντι-κήδομαι, dasselbe, Poll.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεδνός — κεδνός, ή, όν (Α) 1. (για πρόσ.) ενεργ. 1. φροντιστικός, προσεκτικός, επιμελής, ικανός, πιστός («κεδνός οἰακοστρόφος», Αισχύλ.) 2. ευγενής («παρθένον κεδνάν», Πίνδ.) 3. παθ. αγαπητός, αυτός που τόν φροντίζουν, που τόν αγαπούν («κεδνότατοι καὶ… … Dictionary of Greek