- ἀντι-κνήμιον
ἀντι-κνήμιον (der κνήμη gegenüber), τό, Schienbein, Ar. Plut. 784; Xen. Cyr. 2, 3, 19; Arist. H. A. 1, 15 (τὸ πρόσϑιον τῆς κνήμης), u. sonst.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντι-κνήμιον (der κνήμη gegenüber), τό, Schienbein, Ar. Plut. 784; Xen. Cyr. 2, 3, 19; Arist. H. A. 1, 15 (τὸ πρόσϑιον τῆς κνήμης), u. sonst.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προκνήμιον — τὸ, Α το εσωτερικό οστό τής κνήμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κνήμιον (< κνήμη), πρβλ. αντι κνήμιον] … Dictionary of Greek
περικνήμιος — α, ο / περικνήμιος ον ΝΑ νεοελλ. (μόνο το ουδ. ως ουσ.) το περικνήμιο περίβλημα τής κνήμης, από δέρμα ή ύφασμα, που φοριέται από το γόνατο μέχρι τον αστράγαλο, κυρίως από στρατιώτες, κυνηγούς, αγρότες, κν. γκέτα αρχ. 1. αυτός που φέρεται γύρω από … Dictionary of Greek