- περσο-διώκτης
περσο-διώκτης, ὁ, Verfolger od. Ueberwinder der Perser, Theaet. Schol. 3 (Plan. 233).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περσο-διώκτης, ὁ, Verfolger od. Ueberwinder der Perser, Theaet. Schol. 3 (Plan. 233).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χριστιανοδιώκτης — ὁ, Μ εκκλ. διώκτης τών χριστιανών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χριστιανός + διώκτης (< διώκω), πρβλ. περσο διώκτης] … Dictionary of Greek