- ἀντι-καθ-έζομαι
ἀντι-καθ-έζομαι (s. ἕζομαι), sich gegenüber lagern, ἀντικαϑεζόμενοι Thuc. 1, 30; ἀντεκαϑέζοντο 4, 124, entspr. dem vorangeh. ἀντιστρατοπεδεύεσϑαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντι-καθ-έζομαι (s. ἕζομαι), sich gegenüber lagern, ἀντικαϑεζόμενοι Thuc. 1, 30; ἀντεκαϑέζοντο 4, 124, entspr. dem vorangeh. ἀντιστρατοπεδεύεσϑαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.