- ἀντι-κατα-μύω
ἀντι-κατα-μύω, gegenseitig die Augen zudrücken, Pol. 9, 118.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντι-κατα-μύω, gegenseitig die Augen zudrücken, Pol. 9, 118.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καμμύω — (AM καμμύω) (επικ. και ποιητ. τ. αντί καταμύω) (μτβ.) κλείνω τα μάτια νεοελλ. μσν. (αμτβ.) μισοκλείνω τα βλέφαρα μσν. 1. μισοκοιμάμαι 2. μτφ. παραβλέπω, αδιαφορώ 3. φρ. «καμμύω τὰ δύο μου» πεθαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατα μύω, με αποκοπή της προθέσεως … Dictionary of Greek
μυς — Βλ. λ. μύες. * * * (I) ο (ΑΜ μῡς, υός, Α σπαν. και ως θηλ.) 1. ονομασία τρωκτικών θηλαστικών, ποντίκι, ποντικός (α. «μῡς ἀρουραῑος» ο ποντικός τών αγρών, ο αρουραίος β. «οἱ δὲ τῶν Περσών μάγοι τοὺς μῡς ἀπεκτίννυσαν», Πλούτ.) 2. ανατ. ο μυς τού… … Dictionary of Greek