ἀντι-κρούω

ἀντι-κρούω

ἀντι-κρούω (s. κρούω), 1) zurückstoßen, Plat. Legg. IX, 857 b; Arist. pol. 2, 6, 8. – 2) intrans., entgegen sein, πρός τι, διὰ τὸν ἀντικρούσαντα πρὸς τὴν δόξαν αὐτοῦ φϑόνον Plut. Cat. mai. 24; ἀντεκεκρούκει αὐτοῖς, es war ihnen mißglückt Thuc. 6, 46; ἀντέκρουσέ τε καὶ γέγονεν οἱον οὐκ ἔδει Dem. 18, 198.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αντίκρυ — κ. κρυς, κ. κρύ κ. κρύς (AM ἀντικρύ, ἄντικρυς Μ ἀντικρύς, ἄντικρυν, ἀντίκρυτα) 1. απέναντι 2. εξαντιθέτου, κατά πρόσωπο νεοελλ. 1. (με την πρόθ. εις, σε) αναφορικά, συγκριτικά 2. παροιμ. «αντίκρυ στα παιδέματα μικρά τα παιδοκόπια» για ασήμαντη… …   Dictionary of Greek

  • θυροκρουστία — θυροκρουστία, ἡ (Α) πάπ. το χτύπημα τής θύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + κρουστία (< κρούστης < κρούω), πρβλ. αντι κρουστία, προδο κρουστία] …   Dictionary of Greek

  • όρνυμι — ὄρνυμι και ὀρνύω (Α) (επικ., ποιητ. τ.) 1. διεγείρω, εξεγείρω, ξεσηκώνω 2. παροτρύνω, προτρέπω κάποιον να κάνει κάτι 3. (σχετικά με ζώο) διώχνω 4. (σχετικά με άψυχα και φυσικά φαινόμενα) επιφέρω, ανακινώ («χαλεπήν ὄρσουσα θύελλαν», Ομ. Ιλ.) 5.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”