- ἀντ-εμ-παίζω
ἀντ-εμ-παίζω (s. παίζω), dagegen verspotten, τινί, Schol. Ar. Pax 1112.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντ-εμ-παίζω (s. παίζω), dagegen verspotten, τινί, Schol. Ar. Pax 1112.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κωμωδία — Θεατρικό ή κινηματογραφικό είδος που επιδιώκει τη διασκέδαση του θεατή με τη σάτιρα και τη γελοιοποίηση ανθρώπινων υπερβολών και αδυναμιών, κοινωνικών ηθών, αντιλήψεων και καταστάσεων. Διαφέρει από τη φάρσα, καθώς προχωρεί σε βαθύτερη ανάλυση των … Dictionary of Greek