- ἀντι-χρονισμός
ἀντι-χρονισμός, ὁ, dasselbe, Gramm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντι-χρονισμός, ὁ, dasselbe, Gramm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek