- ἀντι-φίλησις
ἀντι-φίλησις, ἡ, Gegenliebe, Arist. eth. 8, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντι-φίλησις, ἡ, Gegenliebe, Arist. eth. 8, 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Φιλήσιος — ὁ, Α προσωνυμία τού Απόλλωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φίλησις «αγάπη, στοργή» (< φιλῶ), αν δεν πρόκειται για εσφ. γρφ. αντί τού φίλιος] … Dictionary of Greek