ἀντι-φθέγγομαι

ἀντι-φθέγγομαι

ἀντι-φθέγγομαι, 1) dasselbe, Luc. salt. 23. – 2) widerhallen, Pind. Ol. 6, 61; Eur. Hipp. 1216; übertr., Arist. gen. an. 5, 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φθόγγος — ο, ΝΜΑ 1. η ανθρώπινη, κυρίως, φωνή, η οποία παράγεται από τα φωνητικά όργανα 2. το σχετικό γραφικό σύμβολο, γράμμα (α. «ο φθόγγος α» β. «ὦ παιδίον ἐν τῷ τελευταίῳ τῶν φθόγγων ὑπὸ βαρβαρισμοῡ πρὸς τὸ σίγμα ἐξενεχθῆναι καὶ εἰπεῑν ὦ παιδίος ἀντὶ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”