ἀντι-φύω

ἀντι-φύω

ἀντι-φύω (s. φύω), im perf., von entgegengesetzter Natur sein, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φύω — ΝΜΑ, και αιολ. τ. φυίω Α 1. (μτβ.) συντελώ στο να φυτρώσει κάτι, εκφύω 2. μέσ. φύομαι (κυρίως για φυτά και δέντρα) φυτρώνω, εκφύομαι αρχ. 1. (αμτθ.) α) (για φυτά και δέντρα) εκφύω βλαστούς, βλαστάνω («δρύες... αἵτε φύοντι παρ ὄχθαισιν ποταμοῑο»,… …   Dictionary of Greek

  • ἀντίφυτον — ἀντίφῡτον , ἀντί φύω bring forth aor imperat act 2nd dual ἀντίφῡτον , ἀντί φύω bring forth aor ind act 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντέφυσε — ἀντέφῡσε , ἀντί ἐφύω rain upon aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἀντέφῡσε , ἀντί φύω bring forth aor ind act 3rd sg ἀντί φύζω aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιπεφυκότων — ἀντιπεφῡκότων , ἀντί φύω bring forth perf part act masc/neut gen pl ἀντί φύζω perf part act masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνταναφύντα — ἀντί , ἀνά φύς aor part act masc acc sg ἀντί , ἀνά φύω bring forth aor part act neut nom/voc/acc pl ἀντί , ἀνά φύω bring forth aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυτός — ή, όν, Α 1. αυτός που μπορεί να βλαστήσει, να φυτρώσει 2. (ιδίως για ξόανο) αυτός που μπορεί να δημιουργηθεί από τη φύση, χωρίς την ανθρώπινη επενέργεια 3. (με ενεργ. σημ.) καρποφόρος, γόνιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φυτός έχει σχηματιστεί από θ. φῠ τού ρ …   Dictionary of Greek

  • φύση — η / φύσις, εως, ΝΜΑ 1. το σύνολο τών φυσικών ιδιοτήτων, η σύσταση ή η κατάσταση ενός πράγματος (α. «δεν τό επιτρέπει η φύση τής χώρας» β. «τέτοια είναι η φύση τού πολιτεύματος» γ. «καί μοι φύσιν αὐοῦ [τοῦ φαρμάκου] ἔδειξεν», Ομ. Οδ. δ. «ἡ φύσις… …   Dictionary of Greek

  • φυσίζωος — ον, Α αυτός που δίνει ζωή, ζωοδότης. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < θ. φῡ τού ρ. φύω*, φύομαι + ζωή. Πρόκειται πιθ. για εσφ. γρφ. αντί τού φυσίζοος*, κατά παρετυμολογική επίδραση τών λ. ζωή, ζῶ] …   Dictionary of Greek

  • ἀντανέφυ — ἀντανέφῡ , ἀντί , ἀνά φύω bring forth aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”