ἀντι-τέρπω

ἀντι-τέρπω

ἀντι-τέρπω, dagegen erfreuen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τέρπω — ΝΜΑ παρέχω τέρψη, δίνω ευχαρίστηση, προξενώ ηδονή, χαροποιώ, ευαρεστώ, διασκεδάζω (α. «τόν τέρπει να παίζει με τα παιδιά του» β. «ἡ ἀγγελίη... ἔτερψε... [αὐτούς]», Ηρόδ. γ. «τί τ ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν τέρπειν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (στους επικ …   Dictionary of Greek

  • ἀντιτραπῆναι — ἀντί τέρπω delight aor inf pass ἀντί τρέπω Studien zum griech. Perf. aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιτερπόμενος — ἀντί τέρπω delight pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”