- ἀντι-τυπής
ἀντι-τυπής, ές, zurückstoßend, widerstehend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀντι-τυπής, ές, zurückstoßend, widerstehend, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομοιοτυπής — ὁμοιοτυπής, ές (Α) όμοιος ως προς τη μορφή με έναν άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + τυπής (< τύπτω), πρβλ. αντι τυπής] … Dictionary of Greek
παλιντυπής — παλιντυπής, ές (Α) 1. αυτός που χτυπήθηκε από πίσω 2. (το ουδ. ως επίρρ.) παλιντυπές με χτύπημα από πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + τυπής (< τύπτω), πρβλ. αντι τυπής] … Dictionary of Greek